η ξυλινη της ο­ψη

Ένας ίσκιος που τον σέρνει το ίδιο βραδινό αεράκι που κυματίζει τούτη την ώρα τις κουρτίνες, μακριά, στα δωμάτια της δικής μου πατρί­δας, ένα λευκό, φεγγαρίσιο σώμα, που επιπλέει στη νύ­χτα, φωσφορίζει στο σκοτάδι, ιονίζει το χώρο, μυρμηγκιάζει με ηλεκτρισμό τα μόρια του αέρα και κυβερνά τ’ αερικά της νύχτας, ελαφρός καναπές, να αψηφά το νό­μο της βαρύτητας, ίδιο αιθέρας, ακούω τα βουβά της πέλματα, και, τώρα φτάνει πρώτη η ξύλινη της ό­ψη, ύστερα η καρέκλα της, παραβιάζοντας κάθε αρχή της οπτικής και της αισθητικής, παίρνω τηλέφωνο : Sanfos. Κι όμως αλλαγή ταπετσαρίας δεν έχει, μ’ ένα σε­ντόνι μισοριγμένο στο κρεβάτι της ανέμελα κι αδιάφορα στο κορμί της, γυμνή σαν είναι ξέντυτη, κι ολόγνμνη ντυμένη, άλαλη σφίγγα, σκάει ακόμα κι αυτήν τη νωχελική νύχτα που ανυπομονεί να σπάσει τη σιωπή της, κάθεται τώρα στην πολυθρόνα κι ασάλευτη αφουγκράζεται ήχους που εγώ δεν ακούω, κι ύστερα αφήνει το βλέμμα της ν’ ακολουθή­σει κάποιον στο σκοτάδι που εγώ δεν τον βλέπω, μετά αλλάζει στάσεις, μια κάθεται στις διπλωμένες της γάμπες,