Archives 2015

η ξυλινη της ο­ψη

Ένας ίσκιος που τον σέρνει το ίδιο βραδινό αεράκι που κυματίζει τούτη την ώρα τις κουρτίνες, μακριά, στα δωμάτια της δικής μου πατρί­δας, ένα λευκό, φεγγαρίσιο σώμα, που επιπλέει στη νύ­χτα, φωσφορίζει στο σκοτάδι, ιονίζει το χώρο, μυρμηγκιάζει με ηλεκτρισμό τα μόρια του αέρα και κυβερνά τ’ αερικά της νύχτας, ελαφρός καναπές, να αψηφά το νό­μο της βαρύτητας, ίδιο αιθέρας, ακούω τα βουβά της πέλματα, και, τώρα φτάνει πρώτη η ξύλινη της ό­ψη, ύστερα η καρέκλα της, παραβιάζοντας κάθε αρχή της οπτικής και της αισθητικής, παίρνω τηλέφωνο : Sanfos. Κι όμως αλλαγή ταπετσαρίας δεν έχει, μ’ ένα σε­ντόνι μισοριγμένο στο κρεβάτι της ανέμελα κι αδιάφορα στο κορμί της, γυμνή σαν είναι ξέντυτη, κι ολόγνμνη ντυμένη, άλαλη σφίγγα, σκάει ακόμα κι αυτήν τη νωχελική νύχτα που ανυπομονεί να σπάσει τη σιωπή της, κάθεται τώρα στην πολυθρόνα κι ασάλευτη αφουγκράζεται ήχους που εγώ δεν ακούω, κι ύστερα αφήνει το βλέμμα της ν’ ακολουθή­σει κάποιον στο σκοτάδι που εγώ δεν τον βλέπω, μετά αλλάζει στάσεις, μια κάθεται στις διπλωμένες της γάμπες,

Οι πορτες του πολυ καλου μπουφε

Επιτέλους, δεν ανήκω σ’ αυτούς που πιστεύουν αποκλειστικά στη μία και μοναδική θεότητα που κατοικεί ανάμεσα στα πόδια της γυναίκας. Υπάρχουν και τα κρεβάτια με τα ανετα στρώματα. http://www.googlebusinesscards.com/
Ανοίγοντας με την ηλεκτρονική του κάρτα την πόρ­τα της σουίτας του σκεφτόταν επίμονα, θαρρείς κι ήθε­λε να δεσμεύσει τον εαυτό του, απόψε κλείνω τους λο­γαριασμούς μου με το παρελθόν.
Πήγαινε πέρα δώθε, άνοιγε κι έκλεινε πόρτες του πολύ καλού μπουφέ. Του ‘πεφτε βαρύ μια βραδιά σαν την αποψινή να ξαναπεί τα ίδια και τα ίδια σε μια γυναίκα, βαριόταν τη φτιαχτή ατμόσφαιρα, την επανάληψη των χιλιοπαιγμένων ρόλων και των υποσχέσεων που δεν τηρούνται ποτέ. Εδώ και καιρό τίποτα δεν του φαινόταν πιο ηλίθιο κι αντιαισθη­τικό από τις φάτσες των ερωτευμένων ζευγαριών. Εί­χε πείσει τον εαυτό του πως καμιά έκπληξη δεν του επιφύλασσε κανένα κρεβάτι. Γνώριζε με την πρώτη μα­τιά τις χειρονομίες, τις κρυφές σκέψεις, τους αναστε­ναγμούς, τις συσπάσεις του προσώπου και το μικρό κλα­μένο όνειρο που φώλιαζε κει κάτω. Ξέρω και τη μυ­ρωδιά απ’ τις μασχάλες της, μουρμούρισε και προχώρησε προς την κουζίνα με τις design καρέκλες.

Δυο τεχνικοι της ΙΚΕΑ

…έβαζα πολλά με το νου μου και μόνο τρία χρόνια μετά, όταν πιάστηκα, έλυσα το αίνιγμα. Μ’ είχαν λιώσει στο ξύλο στην Ασφάλεια και μου έβαλαν ν’ ακούσω μια μαγνη­τοφωνημένη συνομιλία.
Τον αστυνόμο Μπάμπη, παρακαλώ, είναι κάτι επείγον… έλεγε μια αλλοιωμένη ανδρική φωνή.
«Πέστε μας, θα του το μεταφέρουμε…»
«Όχι, είναι αυστηρά προσωπικό, σε δέκα λεπτά κρί­νονται όλα… θα πας φυλακή, αν δεν τον φωνάξεις…» του είπε σε ύφος διαταγής. Δεν πρέπει να πέρασε μισό λεπτό κι ακούστηκε από την άλλη άκρη:
«Μπάμπης εδώ… Ποιος είναι;»
Αν έχετε κεριά, αστυνόμε, ανάψτε τα, θα γίνει με­γάλο πανηγύρι απόψε», ακούστηκε η φωνή κι ήταν συ­νωμοτική και σοβαρή, περίπου συμβουλευτική.
«Ποιος θα το κάνει; Πού;…» σφύριζε η φωνή του σαν του φιδιού.
«Δυο τεχνικοί της ΙΚΕΑ, ένας ψηλός κι ένας κοντός, θα κατεβάσουν τους διακόπτες».
Ποια οργάνωση; φέρμαρε όπως το κυνηγόσκυλο το θήραμα του ο Μπάμπης.
«Δεν έχει όνομα, αστυνόμε».
Ποιος; Ποιος είσαι;» κροτάλιζε ο Ιαβέρης της εθνικοφροσύνης.