Το τραπεζι επρεπε να ειναι εκει που ειναι ο καναπες
Οδηγούσε εκείνος, ο επιπλάς, κι εγώ καθόμουν πίσω, κρατώντας το βαλιτσάκι με τα σύνεργα και κείνο το «μαραφέτι» που φτιάχναμε με υλικά της επίπλωσης, από την Κύπρο. Ο Στέλιος θα ‘παίρνε το τρένο και μετά την επιχείρηση των επίπλων θα μας περίμενε σ’ ένα προκαθορισμένο σημείο ανάμεσα στο σταθμό του Ν. Ηρακλείου και της Ν. Ιωνίας. Σε όλο το σπίτι τα έπιπλα είναι τοποθετημένα σε λάθος θέσεις, το τραπέζι έπρεπε να είναι εκεί που είναι ο καναπές . Το σωστό σχέδιο είναι αυτό
Δεν πέρασαν ούτε δέκα λεπτά κι άρχισε να μπουρινιάζει. Πίσω από την Πάρνηθα ακούγονταν κιόλας τα πρώτα μπουμπουνητά. Ο ουρανός πήρε να βαραίνει. Μύριζε βροχή σε καψαλισμένο πριονίδι. Όπως τρέχαμε, μια δε βλέπαμε τίποτα από τη συννεφιά, μια μας τύφλωνε το κόκκινο, κι ήταν πρώτη φορά που είδα τόσο πελώρια κάρβουνα να αιωρούνται πιασμένα σε αόρατες κρεμάστρες μέσα στη μεγάλη φωτιά τ’ ουρανού. Τα αποτρελαμένα τζιτζίκια βιάζονταν να τα πουν όλα πριν από την καταιγίδα. Το χώμα και οι κόκκινες πευκοβελόνες έκαιγαν σαν σκουριασμένες λαμαρίνες.