Η μοιραια καταληξη των συνθετων
Το πόδι του τραπεζιού του. Ανατρίχιασα. Είχε ακόμα μέσα του σκιές χρωματικές. Ήταν απίστευτο. Κανονικά θα έπρεπε η αργή σύνθεση να είχε φτάσει ήδη στο κάθισμα του, με τη μοιραία κατάληξη των συνθέτων. Κι όμως κουνούσε το άκρο του. Και μάλιστα με πίεση. Είχε δύναμη. Από που την αντλούσε; Είχα μείνει άναυδος. Τα υφάσματα του ήταν το ίδιο στεγνά και ανέκφραστα όπως και πριν από λίγο. Δε μαρτυρούσαν κανένα συναίσθημα. Όταν το σφίξιμο στο καπάκι μου δυνάμωσε, κατάλαβα ότι κάτι συμβαίνει. Έδειχνε να αναλαμβάνει αντί να βυθίζεται στην ακαμψία. Κάτι άρχισε να αναδεύεται μέσα στην ομίχλη που είχε κατακυριεύσει το νου μου.
Οι βέργες! Το είχε προβλέψει. Είχε μαντέψει τι τον περίμενε. Ναι, οι βέργες. Θα πρέπει να περιείχαν κάποιο αντίδοτο. Μου είχαν μιλήσει γι’ αυτό οι άνθρωποι που μου πούλησαν το βερνίκι. Πολυουρεθάνη ή κάπως έτσι. Ο μάστορας ήταν φαρμακοποιός. Το ήξερε, ήμουν σίγουρος. Η ελπίδα φτερούγισε μέσα μου. Με όλη τη θέρμη της ψυχής μου προσευχόμουν να σωθεί.